σπιλάδων

σπιλάδων
σπιλάς
rock over which the sea dashes
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σπιλάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. παράκτιος ή παρόχθιος βράχος διαβρωμένος από το νερό (α. «ῥεῑθρον ἀπὸ σπιλάδων», Θεόκρ. β. «νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα», Ομ. Οδ.) 2. πέτρα, πλάκα («κατ ἄκρας σπιλάδος», Σοφ.) 3. κοίλος βράχος, σπήλαιο 4. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”